Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Λατρεμένοι αστικοί μύθοι, του Λαμόγιου


Γράφει ο Λαμόγιος



Στο σύμπαν που αγάπησα και μετρώντας ήδη 31 χρόνια ζωής, χωρίς παύσεις, χωρίς διακοπές, κάποιες από τις αναμνήσεις διαπιστώνω πως τελικά είναι πολύ πιο όμορφες απ’ότι νόμιζα. Μας ταξιδεύουν στην παιδική ηλικία -συνήθως, αλλά ταυτόχρονα μας κάνουν να αναλογιζόμαστε πόσο σημαντική είναι η γραφικότητα στη ζωή μας.


Γι’αυτό και θα σχολιάσω 3
αστικούς μύθους σήμερα.



α) Ίσως από τους πιο αγαπημένους, αυτός του ταξιδιώτη φίλου μας. Αυτός ήταν 3-4 χρόνια μεγαλύτερος από εμάς, συνήθως, οι γονείς του δεν τον άφηναν να τον προσέχει η γιαγιά, είχαν ξεπεράσει δηλαδή τη φάση να ξεφορτωθούν το βλαστάρι τους για να κάνουν λίγο παραπάνω σεξ αφού είχαν βαρεθεί τόσα χρόνια, οπότε τον είχαν από κοντά. Έτσι θα ήταν λιγότερο βαρετά για τους ίδιους και στην προσπάθεια τους να τον προσέχουν θα ξέχναγαν την άνοια τους.

Το ταξίδι, φυσικά, ήταν
κατά τα Χριστούγεννα και πάντα, μα πάντα, ο προορισμός ήταν η Γερμανία. Στην Ελλάδα εξ’άλλου όλοι έχουν θείο στη δίωξη ή θεία στη Γερμανία.

Εκεί που ο 14χρονος Παναγιώτης περπατούσε με τους γονείς του στη Χάκενστράσε, πηγαίνοντας να φάνε βουρστ με καυτερή μουστάρδα, είδε κάποιον να περνάει το φανάρι με κόκκινο. “Αστυνομικός τον εντόπισε και επιτόπου του έκοψε πρόστιμο ύψους 5.000 δραχμών!”, εξομολογείται ο Πάνος!

Τόσο αυστηροί και σοβαροί στη Γερμανία, σε αντίθεση με μας που πετάμε κάτω τις τσίχλες.

Το παραπάνω είχε και διαφορετική εκδοχή. Μεγαλύτεροι ήταν οι αφηγητές εδώ, έχω την εντύπωση πως ήταν δάσκαλοι που ζήλευαν το storytelling των ταξιτζήδων. Το πρόστιμο των 5.000 δραχμών σε αυτή την περίπτωση το πλήρωνε κάποιος που “πέταξε χαρτάκι στο δρόμο και όχι στον κάδο!”.

Τα θαυμαστικά υποδηλώνουν αυτό που ξέρετε. Ήταν έκπληκτοι με τη συμπεριφορά των Ελλήνων.

Πιθανό επάγγελμα που ακολουθεί ο παραπάνω ψευτράκος: ενοχλητικός πολυλογάς σερβιτόρος

Επιστρέφουμε στην Ελλάδα, στην αγαπημένη περίοδο των παιδιών. Τα Χριστούγεννα.

β) Εδώ έχουμε πρώιμο παπατζιλίκι αφού μέχρι και 9χρονα προσπαθούν να εντυπωσιάσουν. Πως; φυσικά με το να διαδίδουν πως βγήκαν από τις 6 για κάλαντα και έκατσαν μέχρι τις 12 το βράδυ. Αυτός είναι ο πρώτος υπο-μύθος.

Το βασικό τους παραμύθι ήταν ότι μάζευαν από το πρωί έως το μεσημέρι, σε ένα 6-8ωρο ας πούμε, ποσό κοντά στις 20-40 χιλιάδες δραχμές. Το έχουμε δει πολλάκις γραμμένο, σε διάφορα γκρουπ νοσταλγίας και memes “παραμονή χριστουγέννων... όταν έβγαινες για κάλαντα στις 7 και γυρνούσες με gameboy στις 2”.

Το gameboy τότε είχε 25-30.000 δρχ. Ο 10χρονος αρχιψευτάκος το πολύ να μάζευε 5-7.000 δρχ. Το gameboy του το έπαιρναν οι γονείς.

Πιθανό επάγγελμα που ακολουθεί ο παραπάνω ψευτράκος: επαγγελματίας οπλίτης, τεχνίτης γύρου

Και μεταφερόμαστε στο κέντρο της Αθήνας το 2015, καλοκαιράκι νομίζω.


γ) “Την έχεις δει αυτή τη γιαγιά που ζητιανεύει απέναντι από το Μουσείο; αυτή φίλε δεν ξέρει τι έχει, διαμερίσματα, σπίτια στο κέντρο, όλα τα νοικιάζει και βγαίνει και ζητιανεύει γιατί θέλει λεφτά, αρρώστια φίλε”.
Αυτό το έχω ακούσει από συγγενικό πρόσωπο. Έκπληκτος την άκουσα και από άτομο άσχετο, στο δρόμο που έκοβε βόλτες η τύπισσα. Της έδωσα για την ακρίβεια ένα ευρώ, με πιάνει ο σεκιουριτάς εκεί δίπλα και μου λέει “φίλε, τσάμπα τις έδωσες χρήματα, αυτή είναι πλούσια που βγαίνει και ζητιανεύει. Ξέρεις πόσα σπίτια έχει;”. Χαμογέλασα και έφυγα.

Περνάει καιρός, πολύς καιρός.

Είμαστε για καφέ στην πλατεία Αγ. Ειρήνης. Όπως τα λέμε με τους φίλους μου, έρχεται ένας πιτσιρικάς, ζητιανεύει, εγώ και άλλος ένας δίνουμε ό,τι μπορούμε. Έρχεται ένας άστεγος μετά από λίγη ώρα, ξαναδίνουμε. Ο τρίτος φίλος μας δεν έδινε και αρχίζει να μας λέει μια ιστορία για έναν παππού στη δική του γειτονιά. Χαλάνδρι; κάπου εκεί.
Έχουμε ένα ζητιάνο στη γειτονιά… ο τύπος δεν ξέρει τι έχει. Σπίτια, διαμερίσματα. Αλλά ζητιανεύει!”.
Ρε συ, αστικός μύθος είναι αυτό. Και μένα μου έχουν πει για μια γιαγιά στη γειτονιά μου ακριβώς τα ίδια, τι στο διάολο, συντονισμένοι είναι οι ηλικιωμένοι με πολλά σπίτια για να ζητιανεύουν; δεν τα πιστεύω αυτά”.
Δεν ξέρω ρε συ, πάντως αυτός στη γειτονιά μου είναι γνωστός”.
Δε μου λέει κάτι αυτό ρε. Παντού ακούγονται ίδιες ιστορίες”.

Η κουβέντα ψιλοαλλάζει, περνάει κανένα 20λεπτο και έρχεται πάλι ένας παππούλης. Του ξαναδίνουμε το κάτιτις.

Εκεί το παράλληλο σύμπαν της γραφικότητας συγχρονίζεται με αυτό στο οποίο ζούμε, ο κύκλος τετραγωνίζεται με κανόνα και διαβήτη, το pillowfights είναι σειρά λογοτεχνικών διηγημάτων νομπελικού βεληνεκούς, οι φίλαθλοι του ΠΑΟ έχουν σεξουαλική ζωή κ.λπ.

Πετάγεται λοιπόν ο σερβιτόρος και μας λέει: “σας είδα που δίνατε χρήματα σε αυτό τον παππούλη. Να σας πω κάτι επειδή ξέρω προσωπικά ποιος είναι. Ο τύπος έχει σπίτια εδώ στο κέντρο, σε αυτή την περιοχή κι όλας. Δεν ξέρει τι έχει. Απλώς έχει αυτή την αρρώστια με τα χρήματα. Και να σας πω πως ένα διαμέρισμά του το νοικιάζει φίλος. Μια φορά αυτός ο φίλος δεν είχε πληρώσει το ενοίκιο στην ώρα του, δεν είχε χρήματα. Του μιλάει και του λέει πως θα τον πληρώσει μετά από μια εβδομάδα, δεν έχει ούτε να φάει αυτή τη στιγμή. Και του απαντάει ο γεράκος “αν δεν έχεις να πληρώσεις φεύγεις, δε με νοιάζει αν δεν έχεις να φας”. Πολύ σκληρός κι όλας. Απλά σας το λέω επειδή σας είδα να του δίνετε χρήματα”.

Όλοι γνεύσαμε καταφατικά το κεφάλι… ο τρίτος της παρέας νομίζω πήρε το μήνυμα.

Πιθανό παρελθόν σερβιτόρου: πιτσιρικάς που έκανε χριστουγεννιάτικες διακοπές στη Γερμανία

Γενικά, όλοι αυτοί είναι εκεί έξω. Και λίγο διαστρεβλωτικά υποτιμούν την αλήθεια -ακούσια- με τόσο όμορφα διεστραμμένο τρόπο. Γι’αυτό και τους αγαπάμε. Γιατί μπορεί να ψιλοσπαζόμαστε όταν ακούμε χαζομάρες που δεν ισχύουν
αλλά μένουν στο μυαλό μας, συντηρώντας νοσταλγία και muscle/nose/κ.λπ. memory.

 Τελικά, αν το καλοσκεφτούμε, τα ψέμματα είναι φαντεζί κι ενδιαφέροντα, η αλήθεια βαρετή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου